πλαγκτήρ

πλαγκτήρ
πλαγκ-τήρ, ῆρος, , (πλάζω A) either ([voice] Act.)
A he that leads astray, the beguiler, or ([voice] Pass.) the roamer, epith. of Dionysus, AP9.524.17: fem. πλάγκτειρα, ἀτραπιτός, of the Zodiac, Hymn.Is.29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλαγκτήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου) (με ενεργ σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο πλάνος 2. (με παθ. σημ.) περιπλανώμενος, αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + επίθημα τηρ/ τειρα (πρβλ. σφιγκ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτῆρα — πλαγκτήρ he that leads astray masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγκτης — ου, ὁ, Α πλαγκτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + κατάλ. της (πρβλ. σφίγκ της)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”